Αιβαλί, Μοσχονήσι. Δύο μέρες

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008


"  Μα και δω σε τούτο το νησί που πατώ και πέρα από δώ, τα χώματα είναι βασανισμένα απ τον Τούρκο. Όπου πατήσεις και όπου σταθείς βλέπεις και θυμάσαι τη σκληρότη αυτού του σκύλου που ξεπέζεψε σαν μερμυγκιά απάνω σε τούτα τα αρχαία χώματα, μπήκε μες στα σπίτια μας, πατσαβούριασε την τιμή μας, ρούφηξε το αίμα μας.
   Χιλιάδες μέρες και χιλιάδες νύχτες χτυποκάρδι πως περάσανε και βγάζει πάλε η γης ετούτη νιούς και κοπέλες. Πως δεν ξεράθηκε για ούλους τους αιώνες το δέντρο που μαράθηκε απ το φαρμακερό χνώτο αυτουνού του φιδιού;".

                                                                      ΦΩΤΗΣ   ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ TΟΤΕ ΠΟΥ ΤΗΝ  ΛΕΓΑΝ ΚΥΔΩΝΙΕΣ

            1. Ο τόπος.


Το Αϊβαλί βρίσκεται απέναντι από τη Λέσβο, σε απόσταση 20 χλμ. από τις ακτές του νησιού και 25 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης της Μυτιλήνης. Ήταν χτισμένο στο βάθος ενός όρμου που τον προφύλασσαν τα Μοσχονήσια.
Η ονομασία της πόλης μπορεί να προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, που σημαίνει «κυδώνι». Αλλοι υποστηρίζουν την προέλευση από το γνωστό όστρακο και άλλοι ότι κατοικοί της ήταν από τις Κυδωνίες της Κρήτης.  Εκτός από την ονομασία «Αϊβαλί», που επιλέχθηκε ως κύριο όνομα, είναι σε χρήση μέχρι σήμερα και η λόγια ελληνική εκδοχή της, «Κυδωνίαι». Η επιλογή μεταξύ των δύο λέξεων δεν ήταν άμοιρη ιδεολογικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα παρείχε και στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα του κατοίκου. Οι εκπρόσωποι των ανώτερων στρωμάτων προτιμούσαν την εκδοχή «Κυδωνίαι», ενώ ο όρος «Αϊβαλί» χρησιμοποιούνταν από τα λαϊκά στρώματα.
Σχετικά με την προέλευση του ονόματος έχουν διατυπωθεί πολλές, αλλά μάλλον αστήρικτες θεωρίες. Ο Didot συσχέτισε την πόλη με την Κυδωνία του Πλινίου. Ο Raffenel υποστήριξε ότι ο οικισμός πήρε το όνομά του από τις πολλές κυδωνιές, οι οποίες μετά εξέλιπαν Η προέλευση του ονόματος αποδόθηκε βέβαια και στα κυδώνια, τα γνωστά οστρακόδερμα, που υπάρχουν στη γύρω θαλάσσια περιοχή. Σύμφωνα με άλλη θεωρία πάλι πρόκειται για αποικία της Κυδώνας της Λέσβου. Υποστηρίχθηκε επίσης ο συσχετισμός με την Κυδωνία της Κρήτης, καθώς μαρτυρείται η ύπαρξη Κρητών αποίκων στο Αϊβαλί. Ο Σακκάρης στο βιβλίο του ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΥΔΩΝΙΩΝ [έκδοση του Συλλόγου προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων], εικάζει ότι προήλθε από κάποιον οικισμό με πολλές κυδωνιές από τον οποίο ήρθαν οι πρώτοι άποικοι, χωρίς όμως να τον προσδιορίζει. Τέλος, ο ποιητής Νικόλαος Σαλτέλλης, αναφέρει ότι όλη η περιοχή ονομαζόταν από τους Οθωμανούς Αϊβαλί, γεγονός που οδήγησε στην επιλογή του συγκεκριμένου ονόματος.

2.  Η γέννηση της πολιτείας. 
        Η ίδρυση του οικισμού τοποθετείται μεταξύ του 1570 και του 1580.
Οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τα γειτονικά παράλια της Λέσβου στην προσπάθεια να αποφύγουν τις επιδρομές των πειρατών και ίδρυσαν οικισμούς στην παραλία, στις θέσεις Χόνδραμμο (Καμπακούμ) και Καμπύλη Άκρα (Εγρί Μποτζάκ). Επειδή όμως και εκεί δεν έπαψαν οι ενοχλήσεις των πειρατών, μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό του όρμου, στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα το Αϊβαλί. Τους προστάτευε το αβαθές στην είσοδο του όρμου που εμπόδιζε βέβαια την είσοδο των κουρσάρικων πλοίων. 
Στο Αϊβαλί κατοικούσαν κατεξοχήν χριστιανοί ορθόδοξοι. Υπήρχαν όμως και κάποιες οικογένειες μουσουλμάνων και συγκεκριμένα 25-30 οικογένειες Οθωμανών κρατικών υπαλλήλων, καθώς και κάποιες οικογένειες Τσιγγάνων. Οι τελευταίοι κατοικούσαν στη συνοικία Ατσιγγαναριά.  Σύμφωνα με εκτιμήσεις των περιηγητών ο πληθυσμός της πόλης κατά την προεπαναστατική περίοδο κυμαινόταν μεταξύ 25.000 και 40.000 κατοίκων. Στα ίδια περίπου επίπεδα κυμαίνονται και οι εκτιμήσεις για τη μετέπειτα περίοδο. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν το 1896 στο περιοδικό "Ξενοφάνης" ο πληθυσμός ανερχόταν στις 35.000 κατοίκους. Στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν στο Αϊβαλί 30.000-35.000 χριστιανοί ορθόδοξοι, από τους οποίους οι 4.000 ήταν μάλιστα Έλληνες υπήκοοι. Εκεί ζούσαν ακόμη πέντε οικογένειες καθολικών και δύο, Εβραίων. Κατά τι χαμηλότερες είναι οι εκτιμήσεις που προέρχονται από την έρευνα των προφορικών μαρτυριών, που κάνουν λόγο για 25.000-30.000 περίπου κατοίκους.
Το Αϊβαλί στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούσε έδρα του ομώνυμου καϊμακαμλικιού και υπαγόταν διοικητικά στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ και στο βιλαέτι Προύσας.

              3. Τα χρόνια πριν την Επανάσταση.


Η μεγάλη ακμή του Αϊβαλιού τοποθετείται χρονικά μετά το 1773 και αποδίδεται στα προνόμια που παραχωρήθηκαν τότε στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης από την οθωμανική διοίκηση. Η έκδοση του σχετικού φιρμανιού έγινε έπειτα από ενέργειες του γνωστού τοπικού άρχοντα ιερέα Ιωάννη Οικονόμου.
Όπως γράφει ο Φώτης Κόντογλου στο έργο του «ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»
.............Κείνον τόν χρόνο πιάστηκε σε μεγάλη ναυμαχία ο Τούρκος με τον Ρούσο μέσ' στα νερά του Τσεσμέ. Αυτή τη μεγάλη νίκη τής Ρουσίας την ξέρουνε ούλοι, μα κείνο πού δεν ξέρουνε είναι το πώς τα 'φερε βολικά ή τύχη του Οικονόμου, ώστε να κερδίσει και κείνος μία νίκη για τον τόπο του.
Σαν σκόρπισε κακή - κακώς ή τούρκικη αρμάδα, ένας απ’ τους ναύαρχους, ο Χασάν μπέης Τζετζάερλι Καραμαντόλογλου, πού του δώσε αργότερα ο σουλτάνος την επωνυμία Γαζής, δηλαδή Νικητής, γλίτωσε απ’ το Χάρο παρά τρίχα. Τράβηξε τότες να πάει στην Πόλη από στεριά, επειδή ή θά­λασσα ήτανε πιασμένη απ’ τον οχτρό, κ' έλαχε να κονέψει ένα βράδυ στην πολιτεία του Οικονόμου σε κακό χάλι. Κι ο παπάς τον συμμά­ζεψε σπίτι του και τον ζωογόνησε, τόσο πού, μισεύοντας ο Τούρκος, πήρε όρκο πώς δε θα ξέχναγε ποτές την καλοσύνη πού 'χε δει άπ' τoν Οικονόμο.
Έλα - έλα, σαν περάσανε ένα - δυο χρόνια, μαθεύτηκε πώς ο Χασάν-πασάς ο Γαζής, θέριεψε κ 'έγινε παντοδύναμος συμβουλάτορας του σουλτάνου και πώς κείνος ήτανε το δεσμείν και λύειν στην Πόλη. Σαν έφταξε στ' αυτί του Οικονόμου ή τέτοια είδηση, σηκώθηκε δί­χως να χασομερήσει και πήγε στην Πόλη. Και, φτάνοντας στην Πόλη, πριν ν' ανεβεί στο παλάτι, φρόντισε μαζί μέ τον Μαυρογένη και μέ τον Πετράκη, τον άρχισαράφη της Πόλης, πού 'χανε μεγάλη ισχύ κ' ήτανε φίλοι του, και σύνταξε σε χαρτί το τι πεθυμούσε να τον ευκολύνει ο πασάς.
Και, παγαίνοντας στο παλάτι, τον υποδέχτηκε ο Χασάν - πασάς με μεγάλη γκαρδιότη καί τον ρώτηξε τι χάρη ήθελε απ’ αυτόν. Τότες ο Οικονόμος ξετύλιξε το χαρτί, για να διαβάσει ο βεζίρης το τι αγαπούσε. Και κείνος, σαν άνθρωπος πού κρατά το τάξιμο πού βγαίνει από το στόμα του, έκανε ριτζά* στο σουλτάνο να μη φύγει μ' αδειανά χέρια ο παπάς, ξιστορώντας του το πώς τον είχε συμμα­ζέψει γυμνόν και ξετραχηλισμένον στο σπίτι του. Και, στ' αλήθεια, ή Πόρτα έβγαλε φετβά πού διαλάβαινε τα προνόμια πού δινόντανε στην πολιτεία τοΰ Οικονόμου:
α') "Όσοι Τούρκοι έχουνε σπίτι μέσα στην πολιτεία, να φύγου­νε παρευθύς μαζί με τις φαμελιές τους στα τουρκοχώρια πού 'ναι ολοτρόγυρα. Και στο εξής κανένας Οθωμανός δεν έχει την άδεια ν' ανοίξει σπίτι και τζάκι μέσα στη χώρα. Και Τούρκος καβαλάρης να μη ζυγώνει στο έμπα της πολιτείας, παρά όσο ακούγεται πετεινός. Κι αν κανένας επίσημος του στρατού τύχει να 'μπει καβάλα μέσα στη χώρα, να βγάζει τα πέταλα του χαϊβανιοΰ του.
β') Ή πολιτεία λογαριάζεται στο έξης ανεξάρτητη από τον ντερέμπεη πού θα διορίζεται στα πέριξ.
γ') Ή κυβέρνηση, ή δικαιοσύνη και τα κουμέρκια δίνονται στους ντόπιους χριστιανούς, οι όποιοι έχουνε χρέος να πληρώνουνε σαρανταοχτώ χιλιάδες γρόσια κάθε χρόνο.
δ') Καϊμακάμης, αγάς για βοεβόντας θα στέλνεται απ’ την Πόλη, μα θα διορίζεται κείνος πού θέλουνε διαλέξει οι χριστιανοί, κι απ’ τους χριστιανούς θα πληρώνεται και πάλε απ’ τους χριστια­νούς θα αλλάζεται, οπότε κρίνεται πρέπον.
ε') Καδής θα στέλνεται απ’ την Πόλη ή απ’ άλλου, μα θα να 'ναι σαι τούτος μισθωτός των χριστιανών.
ς') Φρούραρχος δεν επιτρέπεται να καθίσει μέσα στη χώρα, μηδέ να περάσει από μέσα.
ζ') Ή πολιτεία στο έξης δεν θα δίνει δέκατο όπως πριν, άμή ο κάθε νοικοκύρης έχει χρέος να πληρώνει δυο παράδες για κάθε λιόδεντρο.
Κι άλλα πολλά. Λένε μάλιστα πώς τ' Άϊβαλί περιλάβαινε στην περιφέρεια του και τρία χωριά τούρκικα, κι ακόμα τα ελληνικά χω­ριά πού 'ναι στο μπάσιμο του μπουγαζιοΰ της Πόλης, τά λεγόμενα Γκιαούρ Κιόγια........
……..Ο Ομέρ Μπουντούρογλου του Αδραμυτίου και ο Χουσείν Καραοσμάνογλου της Περγάμου, αποφάσισαν τότε να αφανίσουν την πόλη των Κυδωνιών εν τη γεννέσει της. Ο παπά – Γιάννης Οικονόμου έβγαλε κήρυκα που όριζε δήθεν να είναι ξαρμάτωτοι οι Αιβαλιώτες. Το νέο το πρόφτασαν οι σπιούνοι στους τούρκους και αυτοί κίνησαν με ιππικό και πεζικό να ξεθεμελιώσουν την πολιτεία.
Αφού μάζεψε ο Οικονόμου τους δικούς του και τους χώρισε στα δύο, χτύπησε με την μικρότερη ομάδα τον Χουσείν. Στην πρώτη ευκαιρία καμώθηκε πως υποχωρεί και οι τούρκοι τους καταδίωξαν νομίζοντας ότι φεύγουν για να σωθούν. Μ αυτό το τέχνασμα αδυνάτισαν και τότε η κύρια δύναμη του Οικονόμου με επικεφαλής το πρωτοπαλίκαρό του τον Παναγή τους ρίχτηκε και έγινε μεγάλη σφαγή. Μάλιστα σ’ αυτή την μάχη τραυματίστηκε και ο παπα-Οικονόμου. Μετά το τέλος της μάχης ζήτησε να του φέρουν τον τούρκο που τον κτύπησε και τον έστειλε ξυπόλητο στην Πέργαμο να πει τα μαντάτα στον Καραοσμάνογλου. Βλέποντας τα όσα έγιναν ο Ομέρ έφυγε στο Αδραμύττιο.
Έκτοτε ο Οικονόμος όταν έβγαινε από το σπίτι του οι Αιβαλιώτες τον προσκυνούσαν σαν Βοεβόδα.
Ο Βοεβόδας πια παπά Γιάννης Οικονόμου, βάλθηκε να δημιουργήσει την πιο λαμπρή πόλη της Ανατολής, με αμιγή Ελληνικό πληθυσμό.
Το 1780 θεμελίωσε τον ναό της Παναγιάς των Ορφανών που την στόλισε με πολυελαίους, ελεφαντόδοντο, έβενο και όστρακα.
Δημιούργησε τρία σχολεία βασικής εκπαίδευσης (από ένα στην Παναγιά των Ορφανών, στη Μέσα Παναγιά και τον Ταξιάρχη).
Έφτιαξε Σχολή Ελληνικής (ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΥΔΩΝΙΩΝ ), που όταν την τελείωσε ο Μητροπολίτης Σαμουήλ ο Καλλιάρχης της Εφέσου δώρησε 300 τόμους βιβλία και έδωσε 10.000 γρόσια για να αγοράσει και άλλα.
Έκτισε το Νοσοκομείο του Αιβαλιού και Λεπροκομείο.
Οργάνωσε διοικητικά, αστυνομικά και πολιτικά την πόλη, προσθέτοντας φίλους και σύμμαχους από τους γύρω πρώην εχθρικά διακείμενους τούρκους μπέηδες.
Τα χρόνια περνάνε. Την στιβαρή διοίκηση του Οικονόμου μετά τον θάνατό του, την διαδέχεται η διοίκηση από τους προεστούς της πολιτείας. Την περίοδο αυτή παρατηρείται μεγάλη αύξηση του πληθυσμού, που οφείλεται σε εγκατάσταση μεταναστών. Εκτός από τους Πελοποννήσιους, προς το Αϊβαλί κατευθύνθηκαν επίσης Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, αλλά και νησιώτες, τόσο από το Αιγαίο κυρίως από τη Λέσβο και τα άλλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και από τη Σύρο την Πάτμο και την Κύπρο και τέλος από το Ιόνιο πέλαγος. Οι μεταναστεύσεις αυτές συντέλεσαν στη δημιουργία μιας σχεδόν αμιγώς χριστιανικής πόλης. Το φαινόμενο εντάσσεται στο πλαίσιο των ευρέων μετακινήσεων από τα νησιά του Αιγαίου και τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο προς τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο.

  To περίφημο καφενείο του Κανέλου. Δίπλα του το λιμεναρχείο, μπροστά του η καφετέρια να πίνεις την φραπεδιά σου ....μπούζι, έστω και σε ποτήρι του φρέντο και παραδίπλα........ ευτυχώς δεν φαίνεται, η προτομή του κεμάλ. Αχ πατρίδα μου.



Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008


4. Αγνωστες σελίδες δόξας και ηρωισμού.


         Η ΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΤΩΝ ΣΤΗΝ          
                  ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η επόμενη σημαντική τομή στην ιστορία της πόλης ήταν η συμμετοχή τους στις ετοιμασίες για τον αγώνα και καταστροφή του Αϊβαλιού από τον οθωμανικό στρατό και η εγκατάλειψή του το 1821.
Όπως αναφέρεται και στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ (τόμος 1ος ) του ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗ,
…….αι Κυδωνίαι ήταν «πόλις περιέχουσα ψυχάς 30.000………γνωσταί δια την αυτονομίαν και ευνομίαν, δια τα φιλανθρωπικά καταστήματα, δια το φιλοσοφικόν σχολείον και την φιλοκαλίαν και ευζωίαν των κατοίκων»…….
αλλά οι Κυδωνίες ήσαν ακόμη η πόλη που είχε περίπου 400 Φιλικούς, οι περισσότεροι δε ήταν από τις σημαντικότερες οικογένειες της πόλης, όπως οι:


                                                          ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΑΝΔΡΟΣ
                                              ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
                                              ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
                                              ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΤΖΑΣ
                                              ΧΑΤΖΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
                                         ΟΙ ΠΙΝΕΡΛΙΔΕΣ
                                         ΟΙ ΠΑΤΕΡΑΙΟΙ
                                         ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΑΙΟΙ
                                         ΟΙ ΓΟΝΑΤΑΔΕΣ
                                         ΟΙ ΑΜΜΑΝΙΤΑΙ
                                         ΟΙ ΣΑΛΤΑΙΟΙ
                                         Ο ΠΙΣΣΑΣ

Γνωστή είναι εξ άλλου η αλληλογραφία του Υψηλάντη, εκ μέρους της ανωτάτης αρχής, προς τον Χατζή Αθανάσιο για οικονομική βοήθεια προς την Φιλική εταιρεία με ημερομηνία 4-7-1819. Σε άλλη επιστολή του ο Υψηλάντης προς τον εν Σμύρνη έφορο Μιχαήλ Ναύτη γράφει:

«Διωρήσαμεν τους εν Χίω, Σάμω Πάτμω και Κυδωνίαις εγκριτωτέρους των μελών να συναθροίσωσι των αδελφών τας εισφοράς και να εμβάσουν εις τους εν Σμύρνη εφόρους»

4.1 Τα γεγονότα
Καθώς η μεγάλη μέρα πλησίαζε, οι Κυδωνείς, όπως γράφει και ο Σπυρίδων Τρικούπης, λόγω της θέσεως της πόλεως, φρόντιζαν να καθησυχάζουν τις υποψίες των Τούρκων (όπως ακριβώς έκαναν στις παραμονές της επανάστασης και οι Έλληνες του Μωριά, της Ρούμελης και αλλού). Έτσι έστειλαν τον προεστό Χατζή Θανάση στην Πέργαμο για να πείσει τους Τούρκους να ανακαλέσουν τα άτακτα τουρκικά σώματα, αλλά οι Τούρκοι πληροφορημένοι ότι κάτι έτρεχε, δεν πείσθηκαν.
Μέσα στην πολιτεία οι ψυχές μέρα με την μέρα ατσαλώνανε, καταφεύγοντας στην αρχή στην συγκέντρωση χρημάτων και στην αποστολή με αυτά στον Μωριά όπλων και πολεμοφοδίων και περιμένοντας την μεγάλη ώρα.
Το μήνυμα τις επανάστασης του Μαρτίου έφθασε γρήγορα και εκεί. Τώρα περίμεναν το σύνθημα.

Τελικά τις πρώτες ημέρες του Μαΐου του 1821 εμφανίστηκε μπρος στο λιμάνι των Κυδωνιών μια μικρή μοίρα του επαναστατικού στόλου. Ο δυσκίνητος οθωμανικός στόλος δεν μπόρεσε να εμποδίσει τις ναυτικές επιδείξεις των ελληνικών πλοίων. Ανενόχλητα αυτά, επιτέθηκαν σε δύο εξοπλισμένα τουρκικά μεταγωγικά που μετέφεραν στρατό από την Πέργαμο και πήγαιναν στην Πελοπόννησο. Συνελήφθησαν και τα δύο μπρος στο λιμάνι και πυρπολήθηκαν, το δε πλήρωμα τους, εξοντώθηκε όλο. Αυτά και άλλα παρόμοια γεγονότα κατατάραξαν την οθωμανική κυβέρνηση και δόθηκε διαταγή στους πασάδες της Προύσας και του Αιδινίου να λάβουν μέτρα. Έτσι στα μέσα Μαΐου του 1821 στρατοπέδευσε έξω από την πόλη στην περιοχή Αγιασματίου μια δύναμη 700 σπαχήδων. Μαζί με αυτούς συγκεντρώθηκαν πολλοί άτακτοι μωαμεθανοί από τις πλησίον κωμοπόλεις, ενώ ο αρχηγός των σπαχήδων ζήτησε από τους Αιβαλιώτες να του παραδώσουν συγκεκριμένο αριθμό όπλων, από τα οποία βέβαια [μια και ο αριθμός ήταν υπερβολικός] μόνο μικρό μέρος μπορούσαν να συγκεντρώσουν.
      Ενώ γίνονταν διαπραγματεύσεις, οι συγκεντρωμένοι άτακτοι επιτίθεντο στους Αιβαλιωτες που ζούσαν στην ύπαιθρο και τους σκότωναν ή τους λήστευαν, ο δε διοικητής των σπαχήδων ζητούσε επίμονα περισσότερες ενισχύσεις από τον πασά της Προύσας, για να αντιμετωπίσει τους άοπλους στην πραγματικότητα Κυδωνιάτες.
Την 17η Μαΐου 1821 ο Παπανικολής ανατίναξε το δίκροτο εμπρός στο λιμάνι της Ερεσού και ο έντρομος στόλος του εχθρού κατέφυγε στον Ελλήσποντο. Οι Τούρκοι άρχισαν να συγκεντρώνουν ενισχύσεις και ο κάμπος του Αγιασμάτιου γέμισε με ζειμπέκους και ταγκαλάκια που περίμεναν να πέσουν στο Αιβαλί σαν τα κοράκια για φόνο και πλιάτσικο. Στις πολιτεία οι άνδρες που χρησιμοποιούνταν για προστασία από ληστές και για απονομή δικαιοσύνης δεν ήταν παραπάνω από 250 παλικάρια υπό τον Γιώργο Σάλτα. Πρώτο τους μέλημα ήταν να οργανώσουν ταμπούρια μπάς και κρατήσουν την πόλη.
Ο Δαούτ πασάς έχοντας πλέον ισχυρότατη δύναμη να παρατάξει απέναντι στις ελάχιστες δυνάμεις των ελαφρά οπλισμένων του Γιώργη Σάλτα ζήτησε 40.000 γρόσια σαν στρατιωτική εισφορά της πόλης για τον πόλεμο του Σουλτάνου. Όμως ποίος θα έδινε αυτά τα χρήματα όταν στην πόλη υπήρχαν μόνο φτωχοί άνθρωποι, καθώς οι πλούσιοι είχαν ήδη καταφύγει στην Λέσβο, τα Μοσχονήσια και αλλού. Βγήκε τότε ο Φιλικός Χατζηπαρασκευάς Σαλτέλης για να εξηγήσει:
« Πέστε στον Δαούτ πασά πως δεν υπάρχουν γρόσια... Αν κτυπήσει την πολιτεία θα τον πολεμήσουμε»
Εν τω μεταξύ όσοι άμαχοι είχαν μείνει τρέξανε να σωθούν από την θάλασσα με ότι πλεούμενα υπήρχαν και όσοι μπορούσαν περνούσαν απέναντι στα Μοσχονήσια.
Ο Γιώργης Σάλτας μοίρασε στα παλικάρια του μπαρούτι και βόλια και πιάσανε τη δημοσιά για τον Αη Δημήτρη. Στον Ταξιάρχη ταμπουρώθηκε ο Δημήτριος Οικονόμου, στην Μητρόπολη ταμπουρώθηκε ο Κάπανδρος και οι Πισσαίοι ενώ ο Άγγελος Ζωντανός με καμιά πενηνταριά παλικάρια φύλαγε τον κατάγιαλο και παράστεκε στο φευγιό του κόσμου.
Μέσα σ’ εκείνη την ώρα της αγωνίας ο Κωνσταντίνος Τόμπρας πήρε τον Δημήτριο Τζίτζιρα και τους Αμμανίτες και πήγαν στον Ιάκωβο Τομπάζη ζητώντας να στείλει σκαμπαβίες να πάρουν τα πιεστήρια και τα μολυβένια στοιχεία του τυπογραφείου, πράγμα που έγινε μπορετό την άλλη μέρα στις 2 Ιουνίου 1821. Όταν όμως είδαν οι Τούρκοι τους ναύτες με τις σκαμπαβίες να φτάνουν στο γιαλό αρχίσανε το ντουφεκίδι. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς έτρεξαν σε ενίσχυσή τους οι Αιβαλιώτες και οι Τούρκοι υποχώρησαν, βάζοντας φωτιά στο τυπογραφείο. Μετά από υποσχέσεις του Δαούτ πασά για παράδες και πλιάτσικο γύρισαν ξανά και πολέμησαν για δύο ώρες. Όμως οι ναύτες του Τομπάζη και οι Αιβαλιώτες τους έβαλαν στη μέση. Έτσι όταν τα ταγκαλάκια βάρεσαν τα τουμπερλέκια και σαν δαιμονισμένοι ξεχύθηκαν στις ρούγες και κάναν γιουρούσι με τα γιαταγάνια, οι Ψαριανοί και οι Σπετσιώτες τους άφησαν να σκορπιστούν και έπειτα τους έσφαξαν σαν τα τραγιά. Γέμισαν κουφάρια οι ρούγες, καθώς υποχωρούσαν οι Τούρκοι. Καίγοντας και κλέβοντας έφτασαν στον Άγιο Χαράλαμπο. Τότε ο Ζωντανός με τους δικούς του, αφήνοντας τον καταγιαλό τους ξετρύπωνε από τα σπίτια και τους σκότωνε τις δε μαντήλες με το πλιάτσικο τα στοίβαξαν σε δύο μουλάρια.
Από την άλλη οι σπαχήδες έφεραν σε δύσκολη θέση τον Δημήτριο Οικονόμου, μέχρι που φάνηκε ο Γεώργιος Σάλτας και υποχώρησαν, αλλά στην υποχώρηση ένα βόλι πήρε κατάστηθα τον Γιώργη Σάλτα.
Η πολιτεία είχε παραδοθεί στην καταστροφή Παντού φωτιά και ερήμωση. Περασμένα μεσάνυχτα δύο τσιρνίκια με Αιβαλιώτες Φιλικούς βλέπουν Τούρκους να κατηφορίζουν στα χαλάσματα για πλιάτσικο. Αγρίεψε το μάτι τους, τους πλησιάζουν στο Ταλιάνι και με λύσσα πέφτουν στους ζειμπέκους και τους λιανίζουν. Όμως το Αιβαλί δεν υπήρχε πια.
Στις συγκρούσεις που γίνηκαν οι απώλειες των Τούρκων ήταν πάνω από 1.500 νεκροί ενώ ήταν απροσδιόριστος ο αριθμός των τραυματιών. Οι έλληνες μαχητές είχαν 150 νεκρούς και τραυματίες. Η λύσσα των Τούρκων για τα συμβάντα ξέσπασε κατά των δύστυχων Ελλήνων κατοίκων στα πέριξ χωριά.
Σαν ξημέρωσε τα πλεούμενα με τον κόσμο και τους μαχητές εγκατέλειψαν την ερημωμένη και δηωμένη πολιτεία τους. Η προσφυγιά που την γνώρισε και θα την γνωρίσει πολλές φορές αυτή η πολιτεία, τράβηξε κατά την υπόλοιπη Ελλάδα. Όμως αυτοί ήσαν τα παλικάρια που στελέχωσαν τα άτακτα και τα τακτικά επαναστατικά σώματα. Παντού πολέμησαν οι Αιβαλιώτες. Όλοι οι οπλαρχηγοί, ο Κολοκοτρώνης, ο Λόντος, ο Πανουργιάς, ο Κριεζώτης, ο Φλέσσας, ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς, ο Καρατάσος και τόσοι άλλοι είχαν παλικάρια από το Αιβαλί. Υπό τον Γιατράκο αγωνίσθηκε σαν οπλαρχηγός ο Χατζή Αποστόλης με δικό του σώμα από 80 Αιβαλιώτες, ο Δημήτριος Κάπανδρος διεκρίθηκε σε πολλές μάχες με τους 50 Κυδωνιάτες του, 300 Αιβαλιώτες με δικό τους σώμα μαχόντουσαν στους αμπελώνες του Άργους κατά του Δράμαλη, 100 υπό τον Κριεζή μετείχαν στην άμυνα της Ακροπόλεως κατά του Κιουταχή, ενώ μόλις έγινε το πρώτο τακτικό σώμα στην Καλαμάτα το 1821 από τον συνταγματάρχη Βαλέστ, κατετάχθηκαν αμέσως 60 Κυδωνιείς που σιγά σιγά ανήλθαν σε 200. Οι περισσότεροι από αυτούς υπό την αρχηγία του Ταρέλλα έπεσαν στην μάχη του Πέτα, ενώ τον Βαλέστ στην εκστρατεία του στην Κρήτη τον ακολούθησαν 25 Αιβαλιώτες.

Οι προσωπικές ανδραγαθίες των μαχητών από τις Κυδωνίες υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα φιλοπατρίας και παλικαριάς.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΛΤΕΛΗΣ : Περικυκλωμένος στο φρούριο των Ψαρών έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα, σαν άλλος Σαμουήλ και συναποθνήσκει με άλλους πατριώτες παίρνοντας στον όλεθρο και τους εισορμήσαντες εχθρούς .
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΑΛΤΕΛΗΣ : Διακρίθηκε στους πολιτικούς αγώνες, ακολούθησε τον Μιαούλη σε όλες τις εκστρατείες σαν γραμματέας και σε όλη την διάρκεια του αγώνα προσεφερε στην πατριδα μαζί με τον αδελφό του τον ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ : Σκοτώθηκε μαζί με πολλούς άλλους Κυδωνείς στη μάχη του Πέτα, αγωνιζόμενος στο τάγμα των φιλελλήνων υπό τον Νόρμαν.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ: Έπεσε στη μάχη του Πέτα κρατώντας την σημαία, μαχόμενος με το σώμα του Γιατράκου.
ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ: Διέπρεψε στους στρατιωτικούς και πολιτικούς αγώνες και υπέκυψε από τις ταλαιπωρίες.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΖΙΤΖΙΡΑΣ: ( Ο la Cigale του Διδότου) Έπεσε ένδοξα στην επίθεση κατά της Ακροπόλεως, εισορμώντας πρώτος σ’ αυτήν.
Πρεσβύτερος ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΙΣΣΑΣ : Αγωνίσθηκε στην Πελοπόννησο υπό τις διαταγές του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, στην Κρήτη υπό τον Μπαλέστρα με τον τακτικό του Φαβιέρου και έπεσε μαχόμενος στην Κάρυστο.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ και ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΙΣΣΑΣ : Φιλικοί και οι δύο διακρίθηκαν κατά την μάχη των Κυδωνιών, ο Νικόλαος έπεσε στο Άργος και ο Ευστράτιος συμμετείχε στην εκστρατεία της Κρήτης υπό τον Βαλέστ. Υπό τον Φαβιέρο διακρίθηκε σε όλες τις επιχειρήσεις σαν ταγματάρχης. Κατά την είσοδο προς βοήθεια των πολιορκούμενων από τον Κιουταχή στην Ακρόπολη συμμετείχαν και οι δύο αδελφοί του ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Ο Αθανάσιος διακρίθηκε κατά την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Χίο (1828) και ιδιαίτερα στην μάχη της Τουρλωτής. Ο Ευστράτιος άφησε χειρόγραφα απομνημονεύματα, όπου υπάρχει διεξοδική περιγραφή της καταστροφής των Κυδωνιών, αλλά και διηγήσεις από τις επιχειρήσεις που μετείχε με τους αδελφούς του.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ : Κατέφυγε στην αρχή στα Ψαρά, μετά στην Άνδρο και έπειτα στην Τήνο, όπου δίδασκε σε σχολείο μέχρι το 1841. Στην Συνέλευση στο Άργος, παρέστη σαν ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΤΩΝ ΚΥΔΩΝΙΕΩΝ. Η Ελληνική κυβέρνηση εκτιμώσα την επί μακρόν εθνική υπηρεσία του μετά την απελευθέρωση, του χορήγησε σύνταξη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΟΜΠΡΑΣ: Ο Κωνσταντίνος Τόμπρας με υποτροφία της διοίκησης της πόλεως των Κυδωνιών εστάλη πριν τα γεγονότα του 1821 να σπουδάσει στην Ευρώπη το επάγγελμα του Τυπογράφου, προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του και σε άλλους Ελληνόπαιδες. Οταν οι τούρκοι κατελαβαν την πολη πακετάρισε κατάλληλα τα τυπογραφικά εργαλεία και μηχανήματα του τυπογραφείου της Ακαδημίας και προσπάθησε να τα διασώσει με την βοήθεια του Ιακώβου Τομπάζη. Στα Ψαρά όπου κατέφυγε, κλήθηκε μετά από λίγες μέρες από τον Δημήτριο Υψηλάντη που είχε φέρει από την Τεργέστη πλήρες τυπογραφείο. Έτσι ο Τόμπρας υπήρξε ο πρώτος διευθυντής τυπογραφείου της αγωνιζομένης Ελλάδος, που λειτουργούσε στην Καλαμάτα. Εκεί τυπώνονταν τα πρώτα επίσημα έγγραφα και η εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΑΛΠΙΓΓΑ. Το τυπογραφείο αυτό μεταφέρθηκε στην Κόρινθο και καταστράφηκε από τον Δράμαλη. Από το 1824 στην Ύδρα διεύθυνε το νέο τυπογραφείο καθ όλη την διάρκεια του αγώνα.

Κάποτε την πατρίδα μας [πρωτού  να  γεμισει τζίπ και μερσεντές με δανεικα], τοτε που εφθασε νικηφόρα ως την Άγκυρα, την λέγαμε υποτιμητικά  και "Ψωροκώστενα".   Αλλα ποιά ηταν αυτη η ψωροκώστενα; Στα 1821 οταν καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών  η ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ, μια όμορφη αρχόντισσα με πολύ περιουσία,  σώθηκε  πάμφτωχη και ολομόναχη στα Ψαρά. Απο κεί πήγε στην πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο, όπου και για να ζήσει ξενόπλενε και πολλές φορές δεχόταν το έλεος και την συμπόνια των συνανθρώπων της. Η ίδια τόσο πολύ υπέφερε που παραμέλησε εντελώς την εμφάνιση της. Αυτή όμως η κουρελιασμένη γυναίκα έκρυβε μέσα της την αρχόντισσα και κυρίως την πατριώτισσα.
Στα 1826 έγινε έρανος στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι. Ετσι στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου, αλλά ποιος είχε και ποιος θα έδινε από αυτό το φτωχομάνι. Κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι, όλων τα σπίτια  τα έφερναν δύσκολα πέρα. Τότε η φτωχότερη όλων η χήρα Χατζηκώσταινα έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι από το δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής. «ΤΟ ΔΙΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ» ξύπνησε την συνείδηση των πεινασμένων και κάποιος φώναξε «Δέστε η πλύστρα Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Αμέσως το φιλότιμο ηλέκτρισε τους φτωχούς και το τραπέζι γέμισε λίρες, γρόσια και χρυσαφικά. 
Η πλύστρα Πανωραία όμως δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού αλλά και ανθρωπιάς. Οταν ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο προσφέρθηκε γριά πιά και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.          
Ομως πως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανωραίας;
Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοιάσε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα, ο συσχετισμός άρεσε και κάθε φορά που αναφερόντουσαν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκόσταινα».
Αργότερα οι Βαυαροί, προκειμένου να χλευάσουν το Ελληνικό κράτος για την φτώχια του και την οπισθοδρομικότητα του ονόμασαν υβριστικά την Ελλάδα, «Ψωροκώσταινα» .
Τέτοιοι ήταν οι Αιβαλιώτες. Πανω από οτιδηποτε η αγάπη για την πατρίδα.


        Επιστολή των προσφύγων από τις Κυδωνιές και τα Μοσχονήσια
                                        Προς το Βουλευτικό
              
              Οι εν Αιγίνη πρόσφυγες Κυδωνιείς προς το Βουλευτικόν

Προστρέχομεν λοιπόν υπό την σκέπην της φιλεύσπλαχνου μητρός μας και  θερμοίς δακρύοις  παρακαλούμεν ελέω όμματι, να επίβλεψη εις τας απείρους δυστυχίας μας.
Ηξεύρει καλώς  ότι είμεθα άνθρωποι χωρίς πατρίδα, χωρίς υποστατικά, χωρίς οσπήτιον, χωρίς ένδυμα, αν με το μικρότατον και ψευδές εμπόριόν μας, ή με τα μικρά μας πλοία  κερδίσωμεν μικρόν τι κέρδος, πού τάχα πρώτον να το δώσωμεν, εις τροφήν των παίδων και γυναικών; εις ενδύματα; εις ενοίκιον; η, εις άλλα καθημερινά αναγκαία.
Λάβετε λοιπόν, λάβετε την ενδεχομένην δι' ημάς υπεράσπισιν, ελευθερώσατε μας από τας των Αιγινητών πολλάς καταχρήσεις, επιτάξατε αυτούς να απέχωσι του λοιπού από ημάς και να μη μας ζητούσιν ό,τι θέλει το κέφι των...
                                                                              1825 Σεπτεμβρίου 29
                                                                                        εν Αιγίνη.
Οι εν Αιγίνη παροικούντες Κυδωνιείς και Μοσχονησιώται οι ευπειθέστατοι πατριώται.


                                       ------------------------------------------

Αυτή εν ολίγοις υπήρξε η συμβολή των Κυδωνιών στο μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδος.


Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008


             5.  ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1827 ΕΩΣ ΤΟ 1922
        Σημαντικό μέρος των προσφύγων επέστρεψε σταδιακά από το 1827 ως το 1832, με αποτέλεσμα την επανίδρυση της πόλης. Το 1832 εκδόθηκε και σχετικό φιρμάνι που καθόριζε τους όρους επιστροφής της ακίνητης περιουσίας και ρύθμιζε το ιδιοκτησιακό και φορολογικό καθεστώς των κατοίκων. Νέο διάταγμα που εκδόθηκε το 1840 όριζε την υπαγωγή του Αϊβαλιού στο σαντζάκι του Μπαλούκεσερ (Καρασή). Μετά τη λεγόμενη αποκατάσταση των προσφύγων ακολούθησε η σταδιακή ανάπτυξη και το Αϊβαλί αναδείχθηκε εκ νέου σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας.

5.1  Οι νεότουρκοι.
Στις 4 Ιουνίου του 1909, με αφορμή ενδοκοινοτική έριδα και αφού προηγουμένως είχε ενισχυθεί η φρουρά της πόλης, κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος, στο πλαίσιο του νέου πολιτικού κλίματος που είχε διαμορφωθεί μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων. Οι πρόκριτοι καταδικάστηκαν από στρατοδικείο και φυλακίστηκαν. Όσοι ασχολούνταν με τα κοινά, αλλά και οι θρησκευτικοί και εκπαιδευτικοί λειτουργοί, κατηγορήθηκαν ως εχθροί του κράτους, ενώ παράλληλα καλούνταν ο λαός «να προσηλωθεί στην ιδέα της μιας μεγάλης, συμπαγούς και ομοιομερούς οθωμανικής πατρίδος». Μετά τη λήξη της ισχύος του στρατιωτικού νόμου, δύο μήνες αργότερα, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε.

             5.2  Οι βαλκανικοί πόλεμοι
Στον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο ένα σπουδαίο γεγονός συνέβη στα νερά του Αιβαλιού.
Την 6η Νοεμβρίου 1912 το τορπιλοβόλο 14 με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Ν. Αργυρόπουλο μπαίνει στον κόλπο εμπρός στο Αιβαλί και πιάνει στα πράσσα το πλήρωμα της Τουρκικής κανονιοφόρου TRAΒΖΟΝ. Προσπαθεί να την ρυμουλκήσει αλλά λόγω εγγενών δυσχερειών εγκαταλείπει την προσπάθεια. Στο τελος της φυτεύει δυο τορπίλες στο μηχανοστάσιο. Αν και βάλεται από τις τουρκικές παράκτιες πυροβολαρχίες βγαίνει απο τον κόλπο με ασφάλεια. Ο κόσμος βγαίνει στα παράθυρα, ανεβαίνει στα υψώματα, κοιτάει να μάθει τι συμβαίνει. Κρυφα χαμόγελα σκάνε στα χείλη. Οι Ελληνες εφθασαν ως εδώ;
Και δεν ήταν το μοναδικό γεγονός Μεχρι και ενα αντιτορπιλικο μπήκε μεσα απο τα Μοσχοννήσια και με τα κανονια του κανονιοβόλησε ενα τουρκικο στρατώνα.

5.3   Η δεύτερη καταστροφή
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι αρχικά και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη συνέχεια έδωσαν ξανά αφορμή για αντιπαραθέσεις και διώξεις των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Ήδη από το 1914 είχαν καταφύγει στο Αϊβαλί πρόσφυγες από την Πέργαμο, από τις περιοχές του Αδραμυττινού κόλπου και από τα χωριά του δήμου Κισθήνης. Αλλά και στην πόλη του Αϊβαλιού η κατάσταση ήταν έκρυθμη, με αποτέλεσμα κάποιοι εύποροι κάτοικοι να αναγκαστούν το 1916, να καταφύγουν στη Μυτιλήνη. Στις 14 Μαρτίου 1917 μετά από συμβουλές των Γερμανών συμμάχων τους προς τους Οθωμανούς, διατάχθηκε ο εκτοπισμός όλων των αρρένων κατοίκων ηλικίας 18-80 ετών προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ανάμεσά τους και ο παππούς μου ο Βασίλης Λουκάς. Στο Αϊβαλί παρέμειναν μόνο 256 [ενήλικα] άτομα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του στρατού και ο μητροπολίτης. Πόσοι από αυτούς χάθηκαν στην αφιλόξενη ενδοχώρα. Αμελέ ταμπουρού λέγονταν στα τούρκικα αυτές οι ομαδες θανατου που οδηγησαν ποιός ξέρει πόσους Αιβαλιώτες στην ανατολία και στον θάνατο.
Ακολoυθησε ο πρώτος παγκόμιος πόλεμος με την Ελλάδα να βρίσκεται στο πλευρό των εθνών της Ανταντ. Ο μεγαλος ηγέτης της ο Ελευθέριος Βενιζελος οδηγούσε πάλι της τύχες τους Εθνους μας με το βλέμμα του στραμένο στην Κόκκινη Μηλιά.

5.4 Η τρίτη καταστροφή.
Το αποτέλεσμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου υπήρξε η νική και η δικαίωση των εθνικών πόθων των Ελλήνων. Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών έκλεινε τώρα μέσα στην αγκαλιά της και τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.

         Στις 16 Μαίου του 1919 το 8ο Σύνταγμα Κρητών απελευθέρωσε την πόλη. Τι ώρες και αυτές. Πλημυρισμένη απο εθνική συγκινηση, πνιγμενη μες στα γαλανολευκα χρώματα η πολιτεία, ηταν πιά σίγουρη για τα ευτυχισμένα χρόνια που έρχονταν.
Γρηγορα επέστρεψαν και οι εκτοπισμένοι, όσοι τελος πάντων γλύτωσαν και άρχισε σταδιακά η ανασυγκρότηση. Αλοίμονο.
Η ήττα και η αποχώρηση του ελληνικού στρατού γκρέμισε το όνειρο. Η πολιτεία γνώρισε παλι το τούρκικο λεπίδι, οι κάτοικοι της οσοι γλύτωσαν ξεριζώθηκαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών και οι Κυδωνίες εγιναν τώρα Αιβαλί.

Οι μαρτυρίες που ακολουθούν, επιλεκτικά σταχυολογημένες, όπως του λογοτέχνη Ηλία Βενέζη και των Αριστείδη Χιωτόπουλου και Παναγιώτη Μπιμπέλα μαζί με λίγες ελάχιστες διηγήσεις που κράτησα από τον πατέρα μου είναι χαρακτηριστικές.

….Όταν άρχισαν να φτάνουν στην πόλη οι διωγμένοι από τα ανατολικά βρήκαν τους κατοίκους ανέμελους να ασχολούνται με τις καθημερινές εργασίες τους Κανείς δεν πίστευε ακόμα ότι το μέτωπο είχε σπάσει και ότι η Σμύρνη έπεφτε από στιγμή σε στιγμή στα χέρια του τούρκου. Όμως τίποτε δεν σταματουσε τα άσχημα νέα που από στόμα σε στόμα έφτασαν στα αφτιά όλων.


Ξημέρωνε το πανηγύρι της Παναγιάς, τα Εννιάμερα. Η Δημογεροντία όμως του Αϊβαλιού με πρόεδρο τον Δεσπότη Γρηγόριο, μη ξέροντας, γιατί είχε κοπεί η τηλεγραφική επι­κοινωνία και οτι η Σμύρνη παραδόθη­κε στις φλόγες και οι κάτοικοι της σε νέο ξεριζωμό, πήρε την απόφαση όχι μό­νο να μη φύγει ο πληθυσμός, έχοντας υπόψη τις ταλαιπωρίες του πρώτου διωγμού στη Λέσβο, μα να υποδεχθεί τον κατακτητή, με την ελπίδα πως έτσι θα προλείαι­νε ένα έδαφος, που θα μπορούσε να νομισθεί μια συμβίωση, έστω δούλου προς αφέντη. Αποφασίσανε μάλιστα να γίνει τη νύχτα μουσική παρέλαση, όπως γινόταν πάντα, από τους κύριους δρόμους, για να μην πανικοβληθεί ο κό­σμος. Ελπίζανε πως μπορούσε ο στρατός να ανασυνταχθεί και να τους προ­στατέψει ή και να σταματήσει κάπου η οπισθοχώρηση.
Όσο περνούσαν όμως οι μέρες τόσο και πιο χειρότερα έφταναν τα νέα. Εκείνοι που είχαν πολλά χρήματα ή δικά τους πλεούμενα άρχισαν ήδη να φεύγουν. Λίγοι στην αρχή, σαν τον παππού μου, που είχαν ζήσει ξανά τον εκτοπισμό και ήταν σίγουροι για τις προθέσεις του τούρκου σκεφτηκαν πιο ψύχραιμα και άφησαν την πόλη. Καλλίτερα γι αυτούς. Αφησαν βέβαια μόνες τις οικογενειές τους αλλα ίσως τα γυναικόπαιδα να είχαν καλλίτερη τύχη.Άλλοι οι πιο πολλοί θέλαν να μείνουν, είτε για να μη χάσουν τις περιουσίες τους είτε γιατι τους κρατησε η ελπίδα του απελπισμένου. Οι πολιτικές και οι στρατιωτικές αρχές ετοιμάζονταν κι αυτές να φύγουν. Και το πιο χειρότερο ήταν όταν ήρθε ο ελληνικός στρατός από το Μπαλούκεσερ. Έφευγαν με τα καράβια όσο μπορούσαν πιο γρήγορα αφήνοντας ό,τι έσερναν μαζί τους, ζώα και λογής λογής αποσκευές, στην παραλία. Η απελπισία του κόσμου δεν είχε πλέον όριο. Πόσο μακρυνή φαινότανε τωρα η 16 Μαίου του 1919. Πόσο μακρυνή.
Λέγεται πως μάζεψε κάμποσους ο λιμενάρχης και τους συμβούλεψε να μείνουν στον τόπο τους, να προσπαθήσουν να συμφιλιωθούνε με τους Τούρκους. Κάποιοι αναθάρηκαν. Σχημάτισαν μάλιστα και πολιτοφυλακή για να τηρήσει την τάξη κι ακόμα να εμποδίσει όσους ήθελαν να φύγουν.
Την άλλη μέρα μπήκαν στην πόλη μερικοί τσέτες, με επικεφαλής αξιωματικό και βεβαίωσαν τον κόσμο ότι θα ζήσουνε ολοι μαζί ειρηνικά
Κάποτε έφτασε και το τουρκικό ιππικό που ερχόταν από την Πέργαμο. Οι στρατιώτες είχανε άγριες διαθέσεις, αλλά όταν είδαν ότι τους ετοιμάζανε και υποδοχή, υποχώρησαν. Στην είσοδο της πόλης, κοντά στον Άγιο Αντώνη, ήταν μαζεμένοι πολλοί από τους καλούς του τόπου, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, ο Τούρκος Καδής και πολύς άλλος κόσμος με μουσική. Ο τακτικός τουρκικός στρατός, αυτός ο ίδιος που λεηλάτησε και έκαψε τη Σμύρνη, παρήλασε μπρος από όλους που φωνάζανε «Γιασασίν» (Ζήτω).
                                                                                                                                                       

Μόλις μπήκε το ιππικό στην πόλη, ο κόσμος ησύχασε. Μάλιστα μάζεψαν και παράδες και κάνανε το ίδιο βράδυ δεξίωση στους αξιωματικούς στο καφέ του Κανέλου.
Οι προύχοντες και ο κόσμος πίστεψε προς στιγμήν πως ορθά σκέφθηκαν να μην εγκαταλείψει ο πληθυσμός την πόλη. Αλλά τα γε­γονότα δεν άργησαν να αποδείξουν την πραγματική πρόθεση. Την πρώ­τη Κυριακή της καταλήψεως ο τουρ­κικός στρατός, στο κεντρικό παζάρι, πουλούσε διάφορα αντικείμενα — άμφια ιερατικά, σταυρούς κ.λπ. — και κανείς δεν είχε ιδέα ότι τα αντικείμενα αυτά προέρχονταν απ' τη δηωμένη Σμύρνη.




Αυτός ο στρατός σε λίγες ημέρες μετακινήθηκε προς το Αδραμύττι και κατέσφαξε τον πληθυσμό του στο επίνειο του το Ακτσάι.



                 Πώς να ξεχάσουμε τετοιες εικόνες;
                 Μήπως δεν εγιναν στην Κύπρο;  
                   



     Οταν όμως έφυγε το ιππικό και μπήκε στον τόπο το πεζικό, τότε άρχισαν τα βάσανα. Ο νέος Διοικητής με ένα σύνταγμα εγκαταστάθηκε μέσα στις Κυδωνίες. Τίποτε δεν μαρτυρούσε τις ολέθριες προθέσεις του, που δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Κι ως πρώτη ήταν η διαταγή του
………Ο στρατός θα επισιτιζόταν απο τον πληθυσμό.
Όλα τα αρτοποιεία εργάζονταν για λογαριασμό του κατακτητή και οι δαπάνες εβάρυναν τον πληθυσμό. Το λιμάνι αποκλείσθηκε και κάθε πλεούμενο τραβήχτηκε στην ξηρά.
Οι ενέργειες αυτές θορύβησαν τους Δημογέροντες και τον λαό. Κάποια σκοτεινή νύχτα μαζεύτηκαν όλες οι πυροσβεστικές αντλίες και γεμίσανε με βενζίνη. Ήταν καταφανής η πρόθεση να κάψουν την πόλη. Ευτυχώς, θεία χάριτι, απεφεύχθη ο όλεθρος, γιατί όπως διαδόθηκε, έδωσε διαταγή ο Κεμάλ, να μην καεί η πόλη επειδή ο πληθυσμός συμπεριφέρθηκε ευγενώς στον κατακτητή και τον υποδέχθηκε με φιλικές διαθέσεις, με σημαίες και λάβαρα.

       



Την ημέρα του Σταυρού, διατάχθηκε ο εκτοπισμός του πληθυσμού απο τα Μοσχονήσια. Δεν θα έμενε κανείς. Θα οδηγούντο όλοι στο εσωτερικό, από τον μητροπολίτη Αμβρόσιο μέχρι και το τελευταίο βρέφος.
















                                       Ο ιερέας του Αγίου Παντελεήμονα στο Μοσχοννήσι με την οικογενειά του.

Ολος αυτός ο κόσμος οδηγήθηκε κάπου πιο μέσα και μόνο δυο-τρία κορίτσια γλίτωσαν και απ' αυτές μαθεύτηκε το τι έτρεξε, μετά από χρόνια. Ολους, αρρενες και θήλεις, τους εξετέλεσαν με πολυβόλα λίγα χιλιόμετρα μα­κριά από την πόλη μέσα σε μια νύχτα.

       Όταν στις 15 Σεπτεμβρίου εμαθε ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τη σφαγή των 6.000 κατοίκων, αγωνίστηκε υπεράνθρωπα και κατόρθωσε να συγκατατεθούν οι Τούρκοι να έλθουν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη με αμερικανική σημαία και με την εγγύηση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού για να παραλάβουν τους κατοίκους.









 

Πλοία με στιβαγμένους τους πρόσφυγες φεύγουν για πάντα από την πατρίδα.
Οι νεώτεροι έφτιαξαν την ζωή τους σε ξένους  τόπους. Οι μεγαλύτεροι σαν την γιαγιά μου, πέθαναν με την  ελπίδα οτι μιά μέρα θα ξαναγυρίσουν. 





Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008


ΠΑΛΙ ΜΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΙΡΟΥΣ............

6. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Ένα πρωί μπήκε στον περίβολο της Ιεράς Μητροπόλεως οπου ήταν η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και ο μητροπολιτικός οίκος και κάτω απ' αυτόν τα γρα­φεία της Δημογεροντίας και της Εφορείας των Σχολείων, ένας Τούρκος ιππέας ζητώντας τον Δεσπότη. Το απότομο ύφος του μαρτυρούσε κάτι το έκτακτο και σοβαρό. Ειδοποί­ηθηκε αμέσως ο ιεράρχης και προβάλοντας από το παράθυρο διέταξε σε τουρκική γλώσσα τον ιππέα να αφιππεύσει, λέγοντας πως έπρεπε να έχει υπόψη του πως μπαίνει σε ιερό έδαφος και ότι αποτείνεται σε στρατη­γό. Πράγματι αυτός συμμορφώθηκε χωρίς αντίρρηση και σε στάση προ­σοχής μετεφερε στον Δεσπότη πως τον περιμένει στο γραφείο του ο Τούρκος Κολορτού. Σε λίγο πράγματι, πεζός ο Δεσπότης επισκέφθηκε το γραφείο του στρατηγού.
Ο Δεσπότης είχε πάντα το κουράγιο να μιλά αυστηρά, αν και μάντευε το τέλος που τον περίμενε.
Όταν επέστρεψε στη Μητρόπολη ήταν χλωμός και σωστό ράκος. Με σβησμένη φω­νή και συγκεκομμένες λέξεις εξιστόρησε πως ο τούρκος του συμπεριφέρθηκε σκαιότατα.
«Φύγετε όλοι αμέσως! Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!».
Του είπαν να ετοιμασθή, να φύγη και εκείνος.
Αρνήθηκε:
«Εφόσον και ένας ακόμη εκ των πιστών του ποιμνίου μου ευρίσκεται εδώ, θα μείνω και εγώ».
Ο τούρκος τον ειχε διαταξει να κοινοποιήσει με κήρυκες την επιστράτευση του άρρενος πλη­θυσμού από 16 εως 46 ετών σαν πολιτικούς ομήρους, για να εργαστούν στα τάγ­ματα εργασίας τα αμελέ ταμπουρού, για την ανέγερση της Μαγνησίας. Ήταν καθαρή παγίδα.
Πράγματι, στον περίβολο της Ι. Μητρο­πόλεως άρχισε η παρουσίαση των στρατευομένων. Κάθε μέρα έφευγε κι από μια αποστολή από 300-500 άτομα. Αυτό έγινε αφορμή να ξεριζω­θούν τρεις χιλιάδες νέοι από το Αϊβαλί. Πάρα πολύ λίγοι κατάφεραν να σωθούν.



Από αυτή την ομαδική στρατολογία και σφαγή, είχανε εξαιρέσει τα σινάφια. Τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκoύς. Κάποια μέρα ο διευθυντής της αστυνομίας τους κάλεσε όλους να παρουσιαστoύνε. Τους πήγαν σ’ ένα λόφο λεγόμενο «Mπογιά» και τους σκότωσαν με τσεκούρια.
Στο μεταξύ έρχονταν ατμόπλοια από τη Μυτιλήνη ελληνικά με αμερικανική σημαία για να πάρουν τα γυναικόπαιδα και όσους άνδρες είχαν μείνει. Οι τούρκοι τους άφηναν να πάρουν μοναχά ό,τι μπορούσαν να κρατήσουν στα χέρια τους. Πριν μπαρκάρουν, τους γύμνωναν και τους ψάχναν έναν-ένα. Μπρός στα καράβια γινότανε μια πορεία ενός χιλιομέτρου με λεπτομερή έλεγχο των απο­σκευών. Κυρίως για χρυσαφικά και χρυσά νο­μίσματα. Πανέρια ολόκληρα γέμιζαν και άδειαζαν και αφού τέλειωνε και το μαρτύριο αυτό, ο κόσμος στοιβαζό­ταν σαν πρόβατα στα σκάφη για να μεταφερθεί στη Λέσβο, στην Κρήτη και σ' άλλα μέρη της Ελλάδος.
Μέσα στον συρφετό τούτο και στη χαλαρή κάπως επίβλεψη των Τούρ­κων σκοπών της προκυμαίας μπόρε­σαν να σωθούν στις αρχές πολλοί στρατεύσιμοι άνδρες, που, δωροδοκώντας τους φρουρούς, πηδούσαν πάνω στα καράβια. Ένα όμως γεγονός, μια παράφρονη πράξη ενός Κυδωνιάτη, Αλαμΐα στο όνομα, ήρθε να ανατρέψει τα πάντα και να γίνει αφορμή ώστε να σφίξει ο κλοιός των φρουρών. Αυτός, μόλις ανέβηκε στο βαπόρι, ενώ ακόμα δεν είχε απομακρυνθεί απο την προκυμαία, σχίζει από ενθουσιάσμό το φέσι του παρουσία των Τούρκων αξιωματικών που επέβλεπαν την επιβίβαση των γυναικόπαιδων. Αμεσως διεταξαν να τον κατεβάσουν από το καράβι και αφου τον εκτελεσαν μπροστα στον κοσμάκη ερριξαν το πτωμα του στην θάλασσα. Μετα διαμαρτυρήθηκαν και στις αμερικανικές αρχές των καραβιών. Ετσι απέκτησαν το δικαίωμα να κάνουν έρευνα και μέσα στα βαπόρια. Αυτό υπήρξε η καταστροφή των στρατευσίμων, γιατί χιλιάδες ανεκαλύφθηκαν κάτω απ' τα φουστάνια των γυναικών μέσα στα καράβια και χιλιάδες συνελήφθησαν και σύρθηκαν έξω και ή στάλθηκαν στην ομηρεία, ή σκοτώθηκαν σε απόκεντρα μέρη.
Την 30 Σεπτεμβρίου του 1922 οι Τούρκοι ορίσανε ως την μέρα που θα επέτρεπαν και στους παπάδες των ένδεκα μεγάλων εκκλησιών του Αϊβαλιού να φύγουν. Ο Δεσπότης πάλι είπε:
«Εγώ είμαι υποχρεωμένος να μείνω».
Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Στη φυλακή βασανίστηκε φρικτά .
«Εσένα μπουγιούκ παπάζ, μπουγιούκ εντεψίζ (αρχιπαπά, αναιδέστατε), δεν θα σε σφάξω, γιατί ξέρεις πόσο σ' αγαπώ» του είπε ο Τούρκος υπολοχαγός που τον συνέλαβε
Την άλλη μέρα μαθεύτηκε ότι πήραν τον Μητροπολίτη και τους 35 ιερείς. Τους τραβηξαν για την Πέργαμο Ομως πιο πέρα από το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, προς το περιβόλι του Πετρίδη και ενώ οι τούρκοι είχαν σκάψει και ετοιμάσει λάκκο για να θαψουν ζωντανο τον Μητροπολίτη όπως των Μοσχοννησίων, ο ιεράρχης, ξεψύχησε από εγκεφαλικό επεισόδιο και «ετελειώθη» ως νεομάρτυς.


Μετα εσυραν το θλιβερό μαζεμα στην Πέργαμο. Κάμποσοι αλλοι Αιβαλιώτες βρίσκονταν ζωντανοί στην πόλη. Ανάμεσά τους και ο Ηλίας Βενέζης Τούς είχαν σε μιαν αποθήκη.


….κατά το μεσημέρι, διηγείται ο συγγραφέας, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων. Ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση, οι παπάδες του Αϊβαλιού. Αλλοσούσουμοι, καταματωμένοι κι αυτοί, με ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλυτοι, άγριοι απ’ τη μαρτυρική πορεία.......

Μετα τους πήγαν σ ενα τούρκικο χωριό το Κιρκαγάτς. Εκεί τη νύχτα, οι τούρκοι ξεχώρισαν τους παπάδες και τους πήραν δεμένους να τους πάνε στο Αξάρι. Μαθεύτηκε αργότερα πως τους σκότωσαν όλους στο δρόμο.

Οι τούρκοι και η προσφορά τους στον πολιτισμό




                                                        

Όσοι αποκαλύφθηκε ότι υπηρέτησαν στον ελληνικό στρατό εκτελέσθηκαν με φριχτό τρόπο όπως ο αδερφός της γιαγιάς μου Ιωάννης Ιμβριώτης που αποκεφαλίσθηκε από τους Τούρκους. Τότε κλήθηκαν και όλοι οι άντρες ηλικίας 18-45 ετών να παρουσιαστούν ενώπιον των τουρκικών αρχών ως στρατεύσιμοι. Όσοι γλίτωσαν και δεν είχαν ήδη φύγει, ήρθαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο πατέρας μου είχε φύγει με την μάνα του και κατέφυγαν στην Μυτιλήνη. Έθαψαν τις εικόνες στον κήπο του σπιτιού τους και παίρνοντας ό,τι μπορούσαν να το κουβαλήσουν, μπήκαν στα πλοία που ήρθαν στο λιμάνι.



Ιωάννης Ιμβριώτης, χωροφύλακας.                                                                    
  Εκτελέσθηκε στην καταστροφή


     Ο παππούς μου Βασίλειος Λουκάς, έχοντας νοιωσει στο πετσί του τα αμελέ ταμπουρού απο το 1914, είχε κρυφτεί έξω από το Αιβαλί για να μην τον πάρουν και τον σκοτώσουν. Τελικά κατόρθωσε ούτε ξέρω πώς να καταφύγει στην Μυτιλήνη όπου και βρήκε την οικογένειά του.

        Μια καινούργια ζωή άρχιζε.  Πείνασαν, έζησαν και άλλους πολέμους και άλλες καταστροφές και παρόλα αυτά δημιούργησαν. Ξανάγιναν νοικοκύρηδες. Ομως ποτε δεν ξέχναγαν την ιδιαίτερη πατρίδα. Εκεί γυριζε ο νούς τους πάντα.

      " .....μα το βράδυ πούρχεται τ' ονειρο μας παίρνει, στην Πέργαμο μας φέρνει και στον Μαραμαρά....."
        
       "Τί είχαμαν τί χάσαμαν", θυμάμαι πως έλεγε η γιαγιά μου η Δέσποινα, κάπου εκεί στα 1970. Πάντα πίστευε πως κάποια μέρα θα γύριζε πίσω. 
  Στο σπίτι της στον Περισσό, όταν έβλεπε τον πατέρα μου να κάνει κάποιες εργασίες, να  προσθέσει ένα δωμάτιο, να ριξει ενα τοίχο, τον απέτρεπε λέγοντας, ...." τι τα θελουμε αυτα. Σε λιγο θα γυρίσουμε πίσω"...... Ηθελε να ξαναβρεί το δίπατο σπίτι της με την στέρνα στο υπόγειο για το βρόχινο  νερό, με τους τοίχους της κουζίνας βαμμένους τότε λαδομπογιά, [αλήθεια πόσα σπίτια στην Αθήνα του 1922, είχαν τέτοιες πολυτέλειες;]. Θυμόταν τις εικόνες που έθαψε στον κήπο την μέρα που έφευγε με τον πατέρα μου, πιασμένο από το χέρι της, για να πάει στα καράβια. Αχ αυτές οι εικόνες. Ακόμα περιμένουν τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του σπιτιού να τις βγάλουν από το χώμα. 


      Πάλι με χρόνους με καιρούς ..........  μας μάθαιναν πριν την ανεκδιήγητη κα Ρεπούση στα σχολεία.     

       Αλλοίμονο. Όταν πριν πολλά χρόνια ο πατέρας μου ξαναπήγε στην πατρίδα του δεν μπόρεσε  κάν  να βρει το σπίτι του.  Ήταν κάπου κοντά στην Μητρόπολη, τον Άγιο Ιωάννη.


      Έτσι έκλεισε, [γράφει ο Ηλίας Βενέζης], το δράμα της μαρτυρικής πόλεως των Κυδωνιών, ο δε πληθυσμός της, χωρίς το άνθος της νεότητας που οδηγήθηκε προς τον θάνατο τόσο ύπουλα, σκορπίστηκε σε όλη την Ελλάδα πρόσφυγες.
















         
         
      ΜΝΗΜΟΝΙΟ. Όλο το υλικό πέραν από τις αφηγήσεις του πατέρα μου το έχω σταχυολογήσει από εργασίες του ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ  ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, από το διαδύκτιο και από διάφορα βιβλία που έχω στην κατοχή μου όπως τα:


                    ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΥΔΩΝΙΩΝ  του Γεωργίου Σάκαρη.
                    ΑΙΒΑΛΙ ΓΗ ΚΥΔΩΝΙΑΣ      του Μιχαήλ Κοκκινάρη.


Συνολικές προβολές σελίδας

About Me

"ΚΥΔΩΝΙΑΤΗΣ"
ΑΘΗΝΑ, Greece
Προβολή πλήρους προφίλ

Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Είμαστε παιδιά μιας πολιτείας που έδωσε ότι είχε και δεν είχε για τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Που πλήρωσε με το βαρύτερο τιμημα την καταστροφή του 22. Που γέννησε λαμπρά ονόματα στις τέχνες και τις επιστήμες.

Σήμερα ομως δεν υπάρχει κάν ένας σύλλογος να μας εκπροσωπεί. Κάνω έκκληση σε όλους τους συμπατριώτες μου να ενωθούμε πάλι σε ένα σύλλογο Αϊβαλιωτών. Είναι επιτακτική ανάγκη όλοι εμείς, τα παιδιά των ξεριζωμένων Αϊβαλιωτών, να βρεθούμε πάλι μαζί για να μη ξεχαστεί η πατρίδα μας.

Επικοινωνήστε μαζί μου στη διεύθυνση: ioannisloukas@gmail.com

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ Facebook

Αιβαλιώτικο Ζειμπέκικο

Αϊβαλί Ελεύθερη Πολιτεία

Oι Κυδωνίες με τον φακό του BALKAN EXPRESS


MusicPlaylistView Profile
Create a playlist at MixPod.com